πλῆκτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πλῆκτρον | τὰ | πλῆκτρᾰ |
γενική | τοῦ | πλήκτρου | τῶν | πλήκτρων |
δοτική | τῷ | πλήκτρῳ | τοῖς | πλήκτροις |
αιτιατική | τὸ | πλῆκτρον | τὰ | πλῆκτρᾰ |
κλητική ὦ! | πλῆκτρον | πλῆκτρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλήκτρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλήκτροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλῆκτρον < θέμα πληκ- (που συναντάμε και στο πλήσσω / πλήττω) + -τρον
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Αἴλιος Ἡρωδιανός, Περὶ ὀρθογραφίας, 3.13.37.1@scaife.perseus με μηνοειδές σίγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλῆκτρον ουδέτερο (δωρικός τύπος : πλᾶκτρον)
- (αρχική σημασία, μουσική) το πλήκτρο για το παίξιμο της λύρας
- κάθε τι με το οποίο μπορεί κάποιος να κτυπήσει
Συγγενικά
επεξεργασίαμε πληκτρ-
→ και δείτε τη λέξη πλήσσω για περισσότερα θέματα
Πηγές
επεξεργασία- πλῆκτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλῆκτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.