Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀπόμακτρον τὰ ἀπόμακτρ
      γενική τοῦ ἀπομάκτρου τῶν ἀπομάκτρων
      δοτική τῷ ἀπομάκτρ τοῖς ἀπομάκτροις
    αιτιατική τὸ ἀπόμακτρον τὰ ἀπόμακτρ
     κλητική ! ἀπόμακτρον ἀπόμακτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπομάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  ἀπομάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόμακτρον < ἀπομάσσω, ἀπομακ- + -τρον. Μορφολογικά, ἀπό- + μάκτρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόμακτρον ουδέτερο

  • η απομάκτρα, ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν το σιτάρι στο σωστό ύψος ώστε να ζυγιστεί

  Πηγές επεξεργασία