μάκτρα
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μάκτρα < αρχαία ελληνική < μάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάκτρα θηλυκό
- σκάφη ζυμώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μάκτρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μάκτρᾱ | αἱ | μάκτραι |
γενική | τῆς | μάκτρᾱς | τῶν | μακτρῶν |
δοτική | τῇ | μάκτρᾳ | ταῖς | μάκτραις |
αιτιατική | τὴν | μάκτρᾱν | τὰς | μάκτρᾱς |
κλητική ὦ! | μάκτρᾱ | μάκτραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάκτρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μάκτραιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμάκτρα, -ας θηλυκό
- (κουζινικά) σκάφη για το ζύμωμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1159 (1158-1159)
- [ΔΙΟ.] νὴ τὸν Δί᾽, ὥσπερ γ᾽ εἴ τις εἴποι γείτονι· | «Χρῆσον σὺ μάκτραν, εἰ δὲ βούλει, κάρδοπον.»
- [ΔΙΟ.] Ναι, αλήθεια· σα να λες στο γείτονά σου: | «Δάνεισέ μου μια σκάφη ή ζυμωτήρι.»
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΔΙΟ.] νὴ τὸν Δί᾽, ὥσπερ γ᾽ εἴ τις εἴποι γείτονι· | «Χρῆσον σὺ μάκτραν, εἰ δὲ βούλει, κάρδοπον.»
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 545 (545-546)
- ἀντὶ δὲ μάκτρας | πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην·
- κι αντίς ζυμωτήρα, | τον πάτο πιθαριού τσακισμένου.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἀντὶ δὲ μάκτρας | πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 9.7
- ὅπλων ἄλλη φυλή, ἄλλη ταλασιουργικῶν ὀργάνων, ἄλλη σιτοποιικῶν, ἄλλη ὀψοποιικῶν, ἄλλη τῶν ἀμφὶ λουτρόν, ἄλλη ἀμφὶ μάκτρας, ἄλλη ἀμφὶ τραπέζας.
- Ξεχωρίσαμε από τη μια τα όπλα, από την άλλη τα εργαλεία για την επεξεργασία του μαλλιού. Επίσης, τα σκεύη για την παρασκευή ψωμιού, σκεύη για το μαγείρεμα, για το λουτρό, για το ζύμωμα, και για επιτραπέζια χρήση.
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὅπλων ἄλλη φυλή, ἄλλη ταλασιουργικῶν ὀργάνων, ἄλλη σιτοποιικῶν, ἄλλη ὀψοποιικῶν, ἄλλη τῶν ἀμφὶ λουτρόν, ἄλλη ἀμφὶ μάκτρας, ἄλλη ἀμφὶ τραπέζας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1159 (1158-1159)
- γουδί για κονιορτοποίηση φαρμάκων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μάσσω
Πηγές
επεξεργασία- μάκτρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάκτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.