Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πιθάκνη αἱ πιθάκναι
      γενική τῆς πιθάκνης τῶν πιθακνῶν
      δοτική τῇ πιθάκν ταῖς πιθάκναις
    αιτιατική τὴν πιθάκνην τὰς πιθάκνᾱς
     κλητική ! πιθάκνη πιθάκναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιθάκν
γεν-δοτ τοῖν  πιθάκναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθάκνη < υποκοριστικό του πίθ(ος) + -άκνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιθάκνη, -ης θηλυκό

  1. πιθάρι για την αποθήκευση κρασιού, σύκων και άλλων καρπών
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 792 (792-794)
    [ΑΛ.] καὶ πῶς σὺ φιλεῖς, ὃς τοῦτον ὁρῶν οἰκοῦντ᾽ ἐν ταῖς πιθάκναισιν | καὶ γυπαρίοις καὶ πυργιδίοις ἔτος ὄγδοον οὐκ ἐλεαίρεις, | ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις;
    [ΑΛΛ.] Τί αγάπη τέλος πάντων είν᾽ αυτή, που τον βλέπεις εδώ κι εφτά χρόνια να ᾽χει κατοικία τα πιθάρια, | τις κορακοφωλιές, τις κούφιες μεριές του κάστρου και δεν τον σπλαχνίζεσαι | αλλά τον κρατάς στριμωγμένο και τον ξεζουμίζεις;
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ΣτΕ: Οι φτωχότεροι Αθηναίοι αναγκάζονταν να ζουν σε πιθάρια κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 546 (545-546)
    ἀντὶ δὲ μάκτρας | πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην·
    κι αντίς ζυμωτήρα, | τον πάτο πιθαριού τσακισμένου.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. δοχείο φαρμάκων
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, 2.9.13, @scaife.perseus
    ἐμβάλλοντεϲ γὰρ εἰϲ πιθάκναϲ μικρὰϲ τὰ βρύτια προϲεπιχέουϲιν ὕδωρ, ὡϲ διαβρόχουϲ ἁπάϲαϲ γενέϲθαι, κἀπειδὰν ἱκανῶϲ αὐτοῖϲ τοῦτο πεπρᾶχθαι δοκῇ, τὸ παρὰ τὸν πυθμένα τρῆμα τῆϲ πιθάκνηϲ ἀνοίγουϲιν, ὡϲ ἐκρυῆναι τὸ ἀπόβρεγμα αὐτῶν, καὶ πίνουϲιν ἀντ’ οἴνου τοῦτο.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία