πίθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πίθος | οι | πίθοι |
γενική | του | πίθου | των | πίθων |
αιτιατική | τον | πίθο | τους | πίθους |
κλητική | πίθε | πίθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πίθος < αρχαία ελληνική πίθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πίθος αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- ο πίθος των Δαναΐδων: δηλώνει ότι μια προσπάθεια ή ενέργειά μας είναι ατελέσφορη και ότι ματαιοπονούμε
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πίθος
|
πίθος Δαναΐδων
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πίθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πίθος αρσενικό
- πιθάρι, πολύ μεγάλο είδος δοχείου για την αποθήκευση του κρασιού
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 13, 83.3 @scaife.perseus
- εἶναι δʼ ἐν αὐτῷ τριακοσίους μὲν πίθους ἐξ αὐτῆς τῆς πέτρας τετμημένους, ἕκαστον ἑκατὸν ἀμφορεῖς χωροῦντα· κολυμβήθραν δὲ παρʼ αὐτοῖς ὑπάρχειν κεκονιαμένην, χωροῦσαν ἀμφορεῖς χιλίους, ἐξ ἧς τὴν ῥύσιν εἰς τοὺς πίθους γίνεσθαι.
Πηγές
επεξεργασία
- πίθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.