↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πίθος οι πίθοι
      γενική του πίθου των πίθων
    αιτιατική τον πίθο τους πίθους
     κλητική πίθε πίθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίθος < αρχαία ελληνική πίθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίθος αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίθος αρσενικό

  • πιθάρι, πολύ μεγάλο είδος δοχείου για την αποθήκευση του κρασιού