↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονιορτοποίηση οι κονιορτοποιήσεις
      γενική της κονιορτοποίησης* των κονιορτοποιήσεων
    αιτιατική την κονιορτοποίηση τις κονιορτοποιήσεις
     κλητική κονιορτοποίηση κονιορτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κονιορτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονιορτοποίηση < κονιορτός + -ποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονιορτοποίηση θηλυκό

  1. η μετατροπή ενός στερεού σώματος σε σκόνη
  2. (μεταφορικά) η πλήρης συντριβή ενός αντιπάλου που επιτυγχάνεται με ισχυρά επιχειρήματα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία