Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κονιορτοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κονιορτοποιώ
  2. θα κονιορτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κονιορτοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κονιορτοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κονιορτοποίηση