ποδαράτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ποδαράτος
- που έχει πόδι
- που γίνεται με τα πόδια
- που γίνεται στο πόδι
Παράγωγα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποδαράτος
|