↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρανταποδαρούσα οι σαρανταποδαρούσες
      γενική της σαρανταποδαρούσας
    αιτιατική τη σαρανταποδαρούσα τις σαρανταποδαρούσες
     κλητική σαρανταποδαρούσα σαρανταποδαρούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρανταποδαρούσα < σαράντα + ποδάρι + -ούσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ɾan.da.po.ðaˈɾu.sa/
 
Σαρανταποδαρούσα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρανταποδαρούσα θηλυκό

  1. (ζώο) είδος μυριάποδου της οικογένειας Σκολοπενδρίδες της ομοταξίας Χειλόποδα, με μήκος σώματος από 5 ως 30 εκατοστά
  2. (ζώο) χιλιοποδαρούσα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία