σαρανταποδαρούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρανταποδαρούσα | οι | σαρανταποδαρούσες |
γενική | της | σαρανταποδαρούσας | — | |
αιτιατική | τη | σαρανταποδαρούσα | τις | σαρανταποδαρούσες |
κλητική | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαρανταποδαρούσα θηλυκό
- (ζώο) είδος μυριάποδου της οικογένειας Σκολοπενδρίδες της ομοταξίας Χειλόποδα, με μήκος σώματος από 5 ως 30 εκατοστά
- (ζώο) χιλιοποδαρούσα