Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lièvre lièvres

lièvre (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο λαγός
    le lièvre et la tortue - ο λαγός και η χελώνα
  2. (αστρονομία) → δείτε τη λέξη  Lièvre

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία