lièvre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lièvre | lièvres |
lièvre (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο λαγός
- le lièvre et la tortue - ο λαγός και η χελώνα
- (αστρονομία) → δείτε τη λέξη Lièvre
ενικός | πληθυντικός |
lièvre | lièvres |
lièvre (fr) αρσενικό