λαγωός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | λαγωός | λαγωώ | λαγωοί |
Γενική | λαγωοῦ | λαγωοῖν | λαγωῶν |
Δοτική | λαγωῷ | λαγωοῖν | λαγωοῖς |
Αιτιατική | λαγωόν | λαγωώ | λαγωούς |
Κλητική | λαγωέ | λαγωώ | λαγωοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λαγωός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₁g- (δειλός, αδύναμος). Συγγενές με τα (λατινικά) laxus, (σανσκριτικά) लङ्ग (laṅga, αδύνατος), (πρωτογερμανική) *lakana-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λαγωός αρσενικό
- (ζωολογία) επικός τύπος του λαγώς