Δείτε επίσης: λαγωός, Λαγωός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαγῷος λαγῴ τὸ λαγῷον
      γενική τοῦ λαγῴου τῆς λαγῴᾱς τοῦ λαγῴου
      δοτική τῷ λαγῴ τῇ λαγῴ τῷ λαγῴ
    αιτιατική τὸν λαγῷον τὴν λαγῴᾱν τὸ λαγῷον
     κλητική ! λαγῷε λαγῴ λαγῷον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαγῷοι αἱ λαγῷαι τὰ λαγῷ
      γενική τῶν λαγῴων τῶν λαγῴων τῶν λαγῴων
      δοτική τοῖς λαγῴοις ταῖς λαγῴαις τοῖς λαγῴοις
    αιτιατική τοὺς λαγῴους τὰς λαγῴᾱς τὰ λαγῷ
     κλητική ! λαγῷοι λαγῷαι λαγῷ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαγῴω τὼ λαγῴ τὼ λαγῴω
      γεν-δοτ τοῖν λαγῴοιν τοῖν λαγῴαιν τοῖν λαγῴοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγῷος: συνηρημένη μορφή του λαγώϊος < λαγώειος < λαγώς

  Επίθετο

επεξεργασία

λαγῷος, -α, -ον

  1. που ανήκει ή αναφέρεται σε λαγούς
  2. (ουσιαστικοποιημένο) λαγῷα (κρέα): α)το κρέας του λαγού β)λιχουδιές