Δείτε επίσης: πτωχοπρόδρομος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πτωχοπρόδρομος < πτωχός + κύριο όνομα Πρόδρομος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pto.xoˈpɾo.ðɾo.mos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πτωχοπρόδρομος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία