↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτωχεί αἱ πτωχεῖαι
      γενική τῆς πτωχείᾱς τῶν πτωχειῶν
      δοτική τῇ πτωχεί ταῖς πτωχείαις
    αιτιατική τὴν πτωχείᾱν τὰς πτωχείᾱς
     κλητική ! πτωχεί πτωχεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτωχεί
γεν-δοτ τοῖν  πτωχείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχεία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτωχεία, -ας θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)