Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

πτωχαίνω

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχαίνω < πτωχ(ός) + -αίνω

  Ρήμα επεξεργασία

πτωχαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον φτωχό
     συνώνυμα: πτωχεύω, πτωχίζω
  2. (αμετάβατο)
    1. γίνομαι φτωχός
     συνώνυμα: πτωχεύω
    1. αδυνατίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία