Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχαίνω < λείπει η ετυμολογία

πτωχαίνω



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχαίνω < πτωχ(ός) + -αίνω

πτωχαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον φτωχό
     συνώνυμα: πτωχεύω, πτωχίζω
  2. (αμετάβατο)
    1. γίνομαι φτωχός
     συνώνυμα: πτωχεύω
    1. αδυνατίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία