φτωχαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ftoˈçe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαφτωχαίνω, αόρ.: φτώχυνα (χωρίς παθητική φωνή)
- ενώ δεν ήμουν φτωχός, γίνομαι, χάνω περιουσία
- καθιστώ φτωχό έναν άλλο (του αφαιρώ εισόδημα)
- (μεταφορικά) έχω λιγότερη πνευματική περιουσία
- ⮡ φτώχυνε από φίλους και οικογένεια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φτωχαίνω | φτώχαινα | θα φτωχαίνω | να φτωχαίνω | φτωχαίνοντας | |
β' ενικ. | φτωχαίνεις | φτώχαινες | θα φτωχαίνεις | να φτωχαίνεις | φτώχαινε | |
γ' ενικ. | φτωχαίνει | φτώχαινε | θα φτωχαίνει | να φτωχαίνει | ||
α' πληθ. | φτωχαίνουμε | φτωχαίναμε | θα φτωχαίνουμε | να φτωχαίνουμε | ||
β' πληθ. | φτωχαίνετε | φτωχαίνατε | θα φτωχαίνετε | να φτωχαίνετε | φτωχαίνετε | |
γ' πληθ. | φτωχαίνουν(ε) | φτώχαιναν φτωχαίναν(ε) |
θα φτωχαίνουν(ε) | να φτωχαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φτώχυνα | θα φτωχύνω | να φτωχύνω | φτωχύνει | ||
β' ενικ. | φτώχυνες | θα φτωχύνεις | να φτωχύνεις | φτώχυνε | ||
γ' ενικ. | φτώχυνε | θα φτωχύνει | να φτωχύνει | |||
α' πληθ. | φτωχύναμε | θα φτωχύνουμε | να φτωχύνουμε | |||
β' πληθ. | φτωχύνατε | θα φτωχύνετε | να φτωχύνετε | φτωχύνετε | ||
γ' πληθ. | φτώχυναν φτωχύναν(ε) |
θα φτωχύνουν(ε) | να φτωχύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φτωχύνει | είχα φτωχύνει | θα έχω φτωχύνει | να έχω φτωχύνει | ||
β' ενικ. | έχεις φτωχύνει | είχες φτωχύνει | θα έχεις φτωχύνει | να έχεις φτωχύνει | ||
γ' ενικ. | έχει φτωχύνει | είχε φτωχύνει | θα έχει φτωχύνει | να έχει φτωχύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε φτωχύνει | είχαμε φτωχύνει | θα έχουμε φτωχύνει | να έχουμε φτωχύνει | ||
β' πληθ. | έχετε φτωχύνει | είχατε φτωχύνει | θα έχετε φτωχύνει | να έχετε φτωχύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν φτωχύνει | είχαν φτωχύνει | θα έχουν φτωχύνει | να έχουν φτωχύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτωχαίνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φτωχαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φτωχός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- φτωχαίνω < πτωχαίνω με τροπή του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]
Ρήμα
επεξεργασίαφτωχαίνω
- άλλη μορφή του πτωχαίνω