Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωχικός η πτωχική το πτωχικό
      γενική του πτωχικού της πτωχικής του πτωχικού
    αιτιατική τον πτωχικό την πτωχική το πτωχικό
     κλητική πτωχικέ πτωχική πτωχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωχικοί οι πτωχικές τα πτωχικά
      γενική των πτωχικών των πτωχικών των πτωχικών
    αιτιατική τους πτωχικούς τις πτωχικές τα πτωχικά
     κλητική πτωχικοί πτωχικές πτωχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτωχικός. Συγκρίνετε με το φτωχικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pto.çiˈkoa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτω‐χι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πτωχικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «πτωχικός, -ή, -ό → φτωχικός» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχικός < πτωχ(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πτωχικός

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πτωχός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πτωχικός πτωχική τὸ πτωχικόν
      γενική τοῦ πτωχικοῦ τῆς πτωχικῆς τοῦ πτωχικοῦ
      δοτική τῷ πτωχικ τῇ πτωχικ τῷ πτωχικ
    αιτιατική τὸν πτωχικόν τὴν πτωχικήν τὸ πτωχικόν
     κλητική ! πτωχικέ πτωχική πτωχικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πτωχικοί αἱ πτωχικαί τὰ πτωχικᾰ́
      γενική τῶν πτωχικῶν τῶν πτωχικῶν τῶν πτωχικῶν
      δοτική τοῖς πτωχικοῖς ταῖς πτωχικαῖς τοῖς πτωχικοῖς
    αιτιατική τοὺς πτωχικούς τὰς πτωχικᾱ́ς τὰ πτωχικᾰ́
     κλητική ! πτωχικοί πτωχικαί πτωχικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πτωχικώ τὼ πτωχικᾱ́ τὼ πτωχικώ
      γεν-δοτ τοῖν πτωχικοῖν τοῖν πτωχικαῖν τοῖν πτωχικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχικός < πτωχ(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πτωχικός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία