Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτωχευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πτωχευτικ
ός
η
πτωχευτικ
ή
το
πτωχευτικ
ό
γενική
του
πτωχευτικ
ού
της
πτωχευτικ
ής
του
πτωχευτικ
ού
αιτιατική
τον
πτωχευτικ
ό
την
πτωχευτικ
ή
το
πτωχευτικ
ό
κλητική
πτωχευτικ
έ
πτωχευτικ
ή
πτωχευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πτωχευτικ
οί
οι
πτωχευτικ
ές
τα
πτωχευτικ
ά
γενική
των
πτωχευτικ
ών
των
πτωχευτικ
ών
των
πτωχευτικ
ών
αιτιατική
τους
πτωχευτικ
ούς
τις
πτωχευτικ
ές
τα
πτωχευτικ
ά
κλητική
πτωχευτικ
οί
πτωχευτικ
ές
πτωχευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτωχευτικός
<
πτωχεύω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
πτωχευτικός, -ή, -ό
σχετικός με την
πτώχευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτωχευτικός