φτωχοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτωχοποίηση | οι | φτωχοποιήσεις |
γενική | της | φτωχοποίησης | των | φτωχοποιήσεων |
αιτιατική | τη | φτωχοποίηση | τις | φτωχοποιήσεις |
κλητική | φτωχοποίηση | φτωχοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fto.xoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτωχοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) η μεταβολή της οικονομικής κατάστασης προς το χειρότερο, η διαδικασία κατά την οποία κάποιος γίνεται φτωχός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτωχοποίηση
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr