paupérisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
paupérisation | paupérisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpaupérisation (fr) θηλυκό
- η πτωχοποίηση, η φτώχυνση, η εξαθλίωση, το να φτωχαίνει ένας πληθυσμός ή μια κοινωνική ομάδα
ενικός | πληθυντικός |
paupérisation | paupérisations |
paupérisation (fr) θηλυκό