Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φτωχοποιώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φτωχοποιώ
<
φτωχο-
+
-ποιώ
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fto.xo.piˈo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
φτω‐χο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασία
φτωχοποιώ
οδηγώ κάποιον στην
φτώχεια
, τον καθιστώ
φτωχό
≈
συνώνυμα
:
εξαθλιώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
φτωχοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φτωχοποιώ
αγγλικά
:
impoverish
(en)
γαλλικά
:
appauvrir
(fr)