ακαζάντιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαζάντιστος < α- + καζαντίζω + -τος < μεσαιωνική ελληνική καζαντίζω < τουρκική kazandı < kazanmak < οθωμανική τουρκική قزانمق (qazanmaq) < πρωτοτουρκική *kaŕgan
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kaˈzan.di.stos/
Επίθετο επεξεργασία
ακαζάντιστος
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει καζαντίσει ή δεν μπορεί να καζαντίσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καζαντίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαζάντιστος
|