πλούτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
αρσενικό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλούτος* | τα | πλούτη & πλούτια |
γενική | του | πλούτου | ** | |
αιτιατική | τον | πλούτο | τα | πλούτη & πλούτια |
κλητική | πλούτε | πλούτη & πλούτια | ||
Ενικός: αρσενικό. Πληθυντικός: ουδέτερο. * Και παρωχημένο ουδέτερο: το πλούτος Ο δεύτερος τύπος πληθυντικού, λαϊκότροπος. ** Παρωχημένη γενική πληθυντικού, αρσενικού: των πλούτων | ||||
Κατηγορία όπως «πλούτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπλούτη
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πλούτια (λαϊκότροπο) → δείτε και παράθεμα