profitabilité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
profitabilité | profitabilités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
profitabilité (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη profit
ενικός | πληθυντικός |
profitabilité | profitabilités |
profitabilité (fr) θηλυκό