profiterole
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- profiterole < υποκοριστικό του profit (μικρό όφελος, κέρδος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
profiterole | profiteroles |
profiterole (fr) θηλυκό
- το προφιτερόλ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη profit