προφιτερόλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφιτερόλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική profiterole
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροφιτερόλ άκλιτο ουδέτερο
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει σουδάκια, κρέμα ζαχαροπλαστικής, παγωτό και επικάλυψη σοκολάτας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προφιτερόλ
Πηγές
επεξεργασία- προφιτερόλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προφιτερόλ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)