Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκναυλώνω < εκ– + ναυλώνω

  ΡήμαΕπεξεργασία

εκναυλώνω (παθητική φωνή: εκναυλώνομαι)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία