ναυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυλώνω < (ελληνιστική κοινή) ναυλόω / ναυλῶ
Ρήμα
επεξεργασίαναυλώνω (παθητική φωνή: ναυλώνομαι)
- μισθώνω πλοίο ή αεροπλάνο, κλείνω συμφωνία με τον ιδιοκτήτη του μεταφορικού μέσου για να μεταφερθούν με αυτό εμπορεύματα ή επιβάτες για λογαριασμό μου
Συγγενικά
επεξεργασία- αναύλωτος
- εκναυλώνω
- εκναυλωτής
- εκναυλώτρια
- ναύλωμα
- ναύλωση
- ναυλωτήριο
- ναυλωτής
- ναυλώτρια
- → δείτε τις λέξεις ναύλος και ναυς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ναυλώνω | ναύλωνα | θα ναυλώνω | να ναυλώνω | ναυλώνοντας | |
β' ενικ. | ναυλώνεις | ναύλωνες | θα ναυλώνεις | να ναυλώνεις | ναύλωνε | |
γ' ενικ. | ναυλώνει | ναύλωνε | θα ναυλώνει | να ναυλώνει | ||
α' πληθ. | ναυλώνουμε | ναυλώναμε | θα ναυλώνουμε | να ναυλώνουμε | ||
β' πληθ. | ναυλώνετε | ναυλώνατε | θα ναυλώνετε | να ναυλώνετε | ναυλώνετε | |
γ' πληθ. | ναυλώνουν(ε) | ναύλωναν ναυλώναν(ε) |
θα ναυλώνουν(ε) | να ναυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ναύλωσα | θα ναυλώσω | να ναυλώσω | ναυλώσει | ||
β' ενικ. | ναύλωσες | θα ναυλώσεις | να ναυλώσεις | ναύλωσε | ||
γ' ενικ. | ναύλωσε | θα ναυλώσει | να ναυλώσει | |||
α' πληθ. | ναυλώσαμε | θα ναυλώσουμε | να ναυλώσουμε | |||
β' πληθ. | ναυλώσατε | θα ναυλώσετε | να ναυλώσετε | ναυλώστε | ||
γ' πληθ. | ναύλωσαν ναυλώσαν(ε) |
θα ναυλώσουν(ε) | να ναυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ναυλώσει | είχα ναυλώσει | θα έχω ναυλώσει | να έχω ναυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ναυλώσει | είχες ναυλώσει | θα έχεις ναυλώσει | να έχεις ναυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ναυλώσει | είχε ναυλώσει | θα έχει ναυλώσει | να έχει ναυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ναυλώσει | είχαμε ναυλώσει | θα έχουμε ναυλώσει | να έχουμε ναυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ναυλώσει | είχατε ναυλώσει | θα έχετε ναυλώσει | να έχετε ναυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ναυλώσει | είχαν ναυλώσει | θα έχουν ναυλώσει | να έχουν ναυλώσει |
|