αναύλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααναύλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ναυλωθεί, συνήθως για φορτηγά καράβια, δηλαδή για τον εμορικό στόλο, και καμιά φορά για οχήματα που ναυλώνονται
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναύλωτος