Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ναυλωμέν
ος
η
ναυλωμέν
η
το
ναυλωμέν
ο
γενική
του
ναυλωμέν
ου
της
ναυλωμέν
ης
του
ναυλωμέν
ου
αιτιατική
τον
ναυλωμέν
ο
τη
ναυλωμέν
η
το
ναυλωμέν
ο
κλητική
ναυλωμέν
ε
ναυλωμέν
η
ναυλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ναυλωμέν
οι
οι
ναυλωμέν
ες
τα
ναυλωμέν
α
γενική
των
ναυλωμέν
ων
των
ναυλωμέν
ων
των
ναυλωμέν
ων
αιτιατική
τους
ναυλωμέν
ους
τις
ναυλωμέν
ες
τα
ναυλωμέν
α
κλητική
ναυλωμέν
οι
ναυλωμέν
ες
ναυλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ναυλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ναυλωμένος, -η, -ο
που έχει
ναυλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
άναυλος
αναύλωτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ναυλώνω
,
ναύλος
και
ναυς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυλωμένος
αγγλικά
:
chartered
(en)