• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

άναυλος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική άναυλος άναυλη άναυλο
γενική άναυλου άναυλης άναυλου
αιτιατική άναυλο άναυλη άναυλο
κλητική άναυλε άναυλη άναυλο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άναυλοι άναυλες άναυλα
γενική άναυλων άναυλων άναυλων
αιτιατική άναυλους άναυλες άναυλα
κλητική άναυλοι άναυλες άναυλα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άναυλος < ά- + ναύλος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.nav.lɔs/
συλλαβισμός : ά‐ναυ‐λος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

άναυλος, -η, -ο

  1. που δεν πληρώνει ναύλο
  2. που δεν έχει ναυλωθεί
    ≈ συνώνυμα: αναύλωτος
  3. (μεταφορικά) αναγκασμένος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • άναυλα
  • → δείτε τις λέξεις ναύλος και ναυς

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    άναυλος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άναυλος&oldid=4825739"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Αυγούστου 2020, στις 22:12

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Αυγούστου 2020, στις 22:12.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie