Δείτε επίσης: ἄναυλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άναυλος η άναυλη το άναυλο
      γενική του άναυλου της άναυλης του άναυλου
    αιτιατική τον άναυλο την άναυλη το άναυλο
     κλητική άναυλε άναυλη άναυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άναυλοι οι άναυλες τα άναυλα
      γενική των άναυλων των άναυλων των άναυλων
    αιτιατική τους άναυλους τις άναυλες τα άναυλα
     κλητική άναυλοι άναυλες άναυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άναυλος < άν- στερητικό + ναύλος. Διαφορετικό το αρχαίο ἄναυλος (χωρίς συνοδεία αυλού)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.na.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ναυ‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

άναυλος, -η, -ο

  1. που δεν πληρώνει ναύλο
  2. που δεν έχει ναυλωθεί
     συνώνυμα: αναύλωτος
  3. (μεταφορικά) αναγκασμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία