άναυλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.nav.lɔs/
- συλλαβισμός : ά‐ναυ‐λος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άναυλος, -η, -ο
- που δεν πληρώνει ναύλο
- που δεν έχει ναυλωθεί
- (μεταφορικά) αναγκασμένος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άναυλος