Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άναυλα < άναυλος

  Επίρρημα επεξεργασία

άναυλα

  1. απότομα, με το ζόρι, άρον-άρον, με αγωνία, με βία, με πολύ άγχος (συνήθως για κάποιον που μετακινείται από ή προς κάπου χωρίς να πληρώσει ναύλο για ευνόητους λόγους)
    Τον έδιωξε κακήν-κακώς από το σπίτι, άναυλα
    Τον κουβαλήσανε στο δικαστήριο άναυλα
    Αρρώστησε η μάνα μου και γυρίσαμε άναυλα στην Αθήνα
    'Αναυλα εφύγαν τα πουλιά...
κ' εγώ τα χέρια βάνω
στα Περασμένα –σα φωλιά,
κούφια, που εφύγαν τα πουλιά
–να ζεσταθούν απάνω. (Τέλος Άγρας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

άναυλα