Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυλωτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ναυλωτήρι
ο
τα
ναυλωτήρι
α
γενική
του
ναυλωτηρί
ου
&
ναυλωτήρι
ου
των
ναυλωτηρί
ων
αιτιατική
το
ναυλωτήρι
ο
τα
ναυλωτήρι
α
κλητική
ναυλωτήρι
ο
ναυλωτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυλωτήριο
<
ναυλωτής
+
-τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυλωτήριο
ουδέτερο
το
συμφωνητικό
για τη
ναύλωση
ενός
πλοίου
ή
αεροπλάνου
Συνώνυμα
επεξεργασία
ναυλοσύμφωνο
ναυλοσυμφωνητικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυλωτήριο
→
δείτε
τη λέξη
ναυλοσύμφωνο