↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυλοσύμφωνο τα ναυλοσύμφωνα
      γενική του ναυλοσυμφώνου
ναυλοσύμφωνου
των ναυλοσυμφώνων
    αιτιατική το ναυλοσύμφωνο τα ναυλοσύμφωνα
     κλητική ναυλοσύμφωνο ναυλοσύμφωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυλοσύμφωνο < ναύλος + -ο- + σύμφωνο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυλοσύμφωνο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) έγγραφη σύμβαση (συμφωνητικό) για τη ναύλωση πλοίου προς μεταφορά συγκεκριμένου φορτίου (είδος, ποσότητα), προορισμού (από και προς), χρόνου εκτέλεσης, ύψους ναύλου και τρόπου - χρόνου καταβολής του
    ⮡ Μία ναύλωση αποδεικνύεται από το ναυλοσύμφωνο ή ναυλοσυμφωνητικό, που μπορεί όμως και να αντικατασταθεί από τη φορτωτική ή άλλο παραστατικό έγγραφο που ν’ αποδεικνύει τη παραλαβή τού προς φόρτωση πράγματος (εμπορεύματος). (*)
  2. ομοίως ως παραπάνω για αεροπλάνο χαρακτηριζόμενο εξ αυτού τσάρτερ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία