↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυλοσυμφωνητικό τα ναυλοσυμφωνητικά
      γενική του ναυλοσυμφωνητικού των ναυλοσυμφωνητικών
    αιτιατική το ναυλοσυμφωνητικό τα ναυλοσυμφωνητικά
     κλητική ναυλοσυμφωνητικό ναυλοσυμφωνητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυλοσυμφωνητικό < ναύλος + -ο- + συμφωνητικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυλοσυμφωνητικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία