ναυλωτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυλωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ναυλωτικός < ελληνιστική κοινή ναυλωτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυλωτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυλωτικό
|
ναυλωτικό ουδέτερο
|