ναυλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυλωτικός < ελληνιστική κοινή ναυλωτικός < αρχαία ελληνική ναῦλος
Επίθετο
επεξεργασίαναυλωτικός
- (ναυτικός όρος) που έχει σχέση με ναύλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) (ναυτικός όρος) ναυλωτικό
Συγγενικά
επεξεργασία- εκναυλωτικός
- → δείτε τις λέξεις ναύλος και ναυς
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυλωτικός
|
Πηγές
επεξεργασία- ναυλωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)