υπερώνυμο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypernym < αρχαία ελληνική ὑπέρ + αρχαία ελληνική ὄνυμα (=ὄνομα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερώνυμο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) ευρύτερος όρος, δηλαδή μία έννοια περισσότερο γενική από μία άλλη
- Η λέξη/έννοια αυτοκίνητο είναι/αποτελεί υπερώνυμο της λέξης ασθενοφόρο
- Η λέξη/έννοια έντομο είναι/αποτελεί υπερώνυμο της λέξης μέλισσα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη όνομα