Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκναύλωση οι εκναυλώσεις
      γενική της εκναύλωσης* των εκναυλώσεων
    αιτιατική την εκναύλωση τις εκναυλώσεις
     κλητική εκναύλωση εκναυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκναυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκναύλωση < εκναυλώνω < ναύλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκναύλωση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία