Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liːs/ (βρετανικό) (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lease leases

lease (en)

  1. η ενοικίαση, η μίσθωση
    ⮡  rooms for lease, rooms to let - δωμάτια προς ενοικίαση
     συνώνυμα: rent, hire
  2. (νομικός όρος) το ενοικιαστήριο, η μίσθωση η σύμβαση ή συμφωνία
    ⮡  After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
    Μετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης.
ενεστώτας lease
γ΄ ενικό ενεστώτα leases
αόριστος leased
παθητική μετοχή leased
ενεργητική μετοχή leasing

lease (en)

  1. (ανεπίσημο, μεταβατικό) νοικιάζω από κάποιον (αυτοκίνητο, σπίτι, κ.λπ.)
    ⮡  We must lease another house.
    Πρέπει να ενοικιάσουμε άλλο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rent
  2. (επίσημο, νομικός όρος, μεταβατικό) νοικιάζω σε κάποιον
    ⮡  Mrs. Smith leases rooms.
    Η κύρια Σμιθ ενοικιάζει δωμάτια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rent