ενοικιαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενοικιαστήριο < ουδέτερο του επιθέτου ενοικιαστήριος ως ουσ.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενοικιαστήριο ουδέτερο
- ειδικό έντυπο που πληροφορεί το κοινό για τη διάθεση ενός ακινήτου προς ενοικίαση
- συμφωνητικό ή συμβόλαιο που υπογράφεται για την επισημοποίηση μιας ενοικίασης