ενοικιαστήριος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ενοικιαστήριος < (ενοικιάζω) ενοικιασ- + -τήριος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενοικιαστήριος, -α, -ο
- που αναφέρεται σε ενοικίαση
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ένοικος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ενοικιαστήριος
|