Ετυμολογία

επεξεργασία
ρογιάζω < ρόγ(α) + -ιάζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾoˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐γιά‐ζω

ρογιάζω, αόρ.: ρόγιασα/ερ(ρ)όγιασα, παθ.φωνή: ρογιάζομαι, π.αόρ.: ρογιάστηκα/ερ(ρ)ογιάστηκα, μτχ.π.π.: ρογιασμένος [2]

  • (δημοτική) παίρνω κάποιον να δουλέψει με μισθό
    ⮡  ερρόγιασα δυο γυναίκες να με βοηθήσουν στον τρύγο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ρόγα

  • Δεν σχετίζεται το ρογί

Και τύποι: παρατατικού: ερόγιαζα, ερρόγιαζα, αορίστου: ερόγιασα, ερρόγιασα, παθητικού αορίστου: ερογιάστηκα, ερρογιάστηκα [2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
  2. 2,0 2,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .