Ετυμολογία

επεξεργασία
rental < rent + -al

  Επίθετο

επεξεργασία

rental (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ενοικιαζόμενος, ενοικιάζομαι
    ⮡  I need a rental car when I go to Athens.
    Χρειάζομαι ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο όταν πάω στην Αθήνα.
    ⮡  rental apartments - ενοικιάζονται διαμερίσματα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rental rentals

rental (en)

  1. η ενοικίαση, η μίσθωση, η ενέργεια του ενοικιάζω
    ⮡  car rental - ενοικίαση αυτοκινήτου
     συνώνυμα: renting
  2. κάτι που ενοικιάζεται
    ⮡  I booked a cheap rental (car).
    Έκλεισα ένα φτηνό ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο.