boum
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- boum, ονοματοποιία
Προφορά επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
boum (fr)
- il a fait boum pour me faire peur - έκανε μπουμ για να με τρομάξει
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boum | boums |
boum (fr) αρσενικό
- μεγάλος θόρυβος, κρότος
- j'ai été réveillé par un boum - με ξύπνησε ένας κρότος
- (μεταφορικά) μεγάλη και απότομη επιτυχία
Εκφράσεις επεξεργασία
- (οικείο) être en plein boum - έχω φοβερή δουλειά, σκίζομαι στη δουλειά
Ετυμολογία επεξεργασία
- boum < surboum
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boum | boums |
boum (fr) θηλυκό
- je suis invité à une boum - είμαι καλεσμένος σε πάρτι