Δείτε επίσης: Κrach

  Ετυμολογία

επεξεργασία
krach < γερμανική Κrach (τρίξιμο, τριγμός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

krach (fr) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /krax/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

krach (pl) αρσενικό

  1. το κραχ



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

krach (cs) αρσενικό

  1. το κραχ