ρεκλάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεκλάμα | οι | ρεκλάμες |
γενική | της | ρεκλάμας | των | (ρεκλαμών) |
αιτιατική | τη | ρεκλάμα | τις | ρεκλάμες |
κλητική | ρεκλάμα | ρεκλάμες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρεκλάμα θηλυκό
- η διαφήμιση
- (συνεκδοχικά) η διαφημιστική επιγραφή ή αφίσα
- ※ Φωτεινή η ταμπέλα με τα πελώρια γράμματα. Φωτεινές οι ρεκλάμες που αναβοσβήνανε στις δυο γωνιές του μαγαζιού. (Τάκης Αδάμος Καφεζυθεστιατόριον «Η Μεγάλη Ελλάς» [διήγημα])