Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεννητικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γεννητικότητ
α
οι
γεννητικότητ
ες
γενική
της
γεννητικότητ
ας
των
γεννητικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
γεννητικότητ
α
τις
γεννητικότητ
ες
κλητική
γεννητικότητ
α
γεννητικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεννητικότητα
<
γεννητικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεννητικότητα
θηλυκό
ο
λόγος
των ετήσιων
γεννήσεων
προς τον πληθυσμό μιας χώρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεννητικότητα
αγγλικά
:
birth rate
(en)
γαλλικά
:
natalité
(fr)