Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λανσάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λανσάρισμα
τα
λανσαρίσμα
τ
α
γενική
του
λανσαρίσμα
τ
ος
των
λανσαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
λανσάρισμα
τα
λανσαρίσμα
τ
α
κλητική
λανσάρισμα
λανσαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λανσάρισμα
<
λανσάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λανσάρισμα
ουδέτερο
η
εισαγωγή
και
προβολή
ενός νέου προϊόντος, συνήθειας, μόδας κλπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λανσάρισμα