λανσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λανσάρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική lancer[1] + -άρω
Ρήμα
επεξεργασίαλανσάρω, πρτ.: λάνσαρα, στ.μέλλ.: θα λανσάρω, αόρ.: λανσάρισα, παθ.φωνή: λανσάρομαι, μτχ.π.π.: λανσαρισμένος
- φέρνω, παρουσιάζω για πρώτη φορά κάτι νέο, προϊόν, συνήθεια, μόδα, λέξη κ.λπ.
- νέους επεξεργαστές λανσάρει η γνωστή εταιρεία
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ λανσάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας